Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

οἷον ὡς οἱονεί

См. также в других словарях:

  • οίον αι — οἷον αἰ (Α) (δωρ. τ.) επίρρ. βλ. οιονεί …   Dictionary of Greek

  • οιονεί — (Α οιονεί δ.γρφ. οἱονανεί, δωρ. τ. οἷον αἰ) κατά κάποιο τρόπο, σαν να («ἀλλ ἐοικυῑα οἱονεὶ ἔντερον εὖρος ἔχον», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. «οιονεί νομή» (νομ.) μορφή νομής που αποτελεί μερική φυσική εξουσίαση τού πράγματος η οποία ασκείται με διάνοια… …   Dictionary of Greek

  • νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …   Dictionary of Greek

  • οιόνπερ — οἷόνπερ, δ. γρφ. οἱονπερεί (Α) επίρρ. σαν να, οιονεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἷον «όπως, καθώς» + περ, βεβαιωτικό μόριο. Ο τ. οἱονπερεί < οἷόνπερ + εἰ] …   Dictionary of Greek

  • ՈՐՊԻՍԻ — (սւոյ, սեաց.) NBH 2 0537 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c ա. ՈՐՊԻՍԻ ՈՐՊԻՍԻ. οἶος, ὀποῖος qualis, le ποῖος; qualis, le? (վերբերական, եւ հարցական.) Որ գունակ. զի՞նչպիսի. ի՞նչ կերպ, ինչ կերպ որ. ... *Նեղութիւն մեծ,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»